- πατινάρισμα
- το(λ. γαλλ.)1. πεδιλοδρομία, παγοδρομία.2. η επιτόπου στροφή τροχού του αυτοκινήτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατινάρισμα — το [πατινάρω] 1. η πράξη τού πατινάρω, το πατινάζ, η πεδιλοδρομία ή η παγοδρομία 2. τεχνολ. γενική ονομασία φαινομένων κατά τα οποία δύο επιφάνειες που θα έπρεπε να έχουν ισχυρή πρόσφυση γλιστρούν μεταξύ τους, ολίσθηση, γλίστρημα … Dictionary of Greek
τροχοπεδιλοδρομία — η, Ν [τροχοπεδιλοδρομώ] τρέξιμο με τροχοπέδιλα, κν. πατινάρισμα, πατινάζ … Dictionary of Greek